- κακάγγελτος
- κᾰκάγγελ-τος, ον,A caused by ill tidings, κ. ἄχη the sorrow of ill tidings, S.Ant.1286 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακάγγελτος — κακάγγελτος, ον (Α) [κακαγγελώ] αυτός που έχει προκληθεί από δυσάρεστη αγγελία («κακάγελτα ἄχη», Σοφ.) … Dictionary of Greek
κακάγγελτα — κακάγγελτος caused by ill tidings neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)